Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Μεταναστευτικό - Πολυπολιτισμικότητα: Η χαριστική βολή για την εκλογική απήχηση της Κεντροαριστεράς;


Του Γιάννη Κολοβού

Η έλλειψη σαφούς μεταναστευτικής πολιτικής, η επίταση του προβλήματος της παράνομης μετανάστευσης και η εμφανής αδυναμία σημαντικών τμημάτων μεταναστευτικού πληθυσμού να ενσωματωθούν στις κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης έχουν συμβάλλει στην εκλογική αποδυνάμωση των πολιτικών δυνάμεων της Κεντροαριστεράς και στην συνακόλουθη σημαντική εκλογική ενίσχυση στις χώρες αυτές της Ριζοσπαστικής Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς. Θα μπορούσε επομένως να ισχυρισθεί κάποιος ότι το Μεταναστευτικό ζήτημα μαζί με τα επιμέρους προβλήματα που προκύπτουν από αυτό, (αυξημένη εγκληματικότητα, επίπτωση στις κοινωνικές παροχές, θέματα εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας κλπ), διαμορφώνουν μία δέσμη θεμάτων στα οποία η Κεντροαριστερά αδυνατεί να βρει πειστικές απαντήσεις με αποτέλεσμα την εκλογική και πολιτική της απίσχνανση. Όπως χαρακτηριστικά παραδέχεται ο Αλέκος Αλαβάνος:...
«Ποτέ, μα ποτέ, όσες δεκαετίες γνωρίζω την Αριστερά, η ηγεμονία των ιδεών της δεν βρισκόταν σε τόσο απελπιστικά χαμηλό σημείο όπως σήμερα στο Μεταναστευτικό» (Δρόμος της Αριστεράς, 19/3/2011).

Αναζητώντας τις αιτίες μίας αποτυχημένης πολιτικής

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχετική συζήτηση που άνοιξε μετά την ήττα του Εργατικού Κόμματος στις εθνικές εκλογές του 2010 στην Βρετανία (1). Ο Ed Owen, ειδικός σύμβουλος του υπουργού Εσωτερικών Jack Straw, χαρακτηρίζει την στάση της κυβέρνησης των Εργατικών στο Μεταναστευτικό ως «κατόπιν εορτής, αμυντική και αδύναμη» (σελ. 15) και παραδέχεται ότι «κατά την διάρκεια της παραμονής [των Εργατικών] στην αντιπολίτευση δεν είχε γίνει σχεδιασμένη και ουσιαστική δουλειά σε θέματα μετανάστευσης, δεν είχε επιχειρηθεί να διαμορφωθεί μία συνεκτική στρατηγική θέση η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση για ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Οι συνέπειες αυτής της έλλειψης σχεδιασμένης σκέψης πολιτικής ήταν καταστροφικές, καθώς οι Εργατικοί ως κυβέρνηση παρέπαιαν από κρίση σε κρίση» (σελ. 15). Κατά τον Γραμματέα για τις Κοινότητες και την Τοπική Αυτοδιοίκηση John Denham οι Εργατικοί «κακοδιαχειρίστηκαν» (σελ. 24) το Μεταναστευτικό καθώς «ποτέ δεν αντελήφθησαν πραγματικά την πολυπλοκότητα του θέματος συνολικά ούτε ποτέ θέλησαν να δημιουργήσουν μία συνολική, ολοκληρωμένη προσέγγιση σε αυτό» (σελ. 24).

Ο Owen πολύ ορθά επισημαίνει την «σύγχυση που επικρατούσε μεταξύ πολλών στο Εργατικό Κόμμα - και γενικότερα μέσα στην προοδευτική Αριστερά - αναφορικά με την σχέση μεταξύ μετανάστευσης και φυλής. Η βαθιά προσήλωση του κόμματος στην προώθηση της φυλετικής ισότητας ήταν - και εξακολουθεί να είναι - μέρος του ηθικού του σκοπού. Παρόλα αυτά αυτή απέτρεψε μία σοβαρή εξέταση των θεμάτων μετανάστευσης, και του ποια θα πρέπει να είναι η απάντηση της Βρετανίας στα θέματα αυτά, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά» (σελ. 15).

Κατά τον Phil Woolas, υφυπουργό Μετανάστευσης από το 2008 ως το 2010: «Κάθε συζήτηση περί ελέγχου της μετανάστευσης γινόταν αντιληπτή ως πιθανή να αναμοχλεύσει φυλετικές διαιρέσεις και μίσος. Αλλά στην πραγματικότητα η Αριστερά ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα να συζητήσει το θέμα. Συνεπακολούθως, στην Αριστερά δέσαμε ένα φίμωτρο γύρω από τα ίδια μας τα στόματα, όχι για το θέμα της φυλής - πολύ σωστά - αλλά για το θέμα της μετανάστευσης» (σελ. 34). Και συνεχίζει παραδεχόμενος ότι «το μόνο για το οποίο επιτρέπαμε στους εαυτούς μας να μιλήσουν ήταν για την μετανάστευση ως τρόπο βοήθειας ατόμων - ενός είδους φιλανθρωπικό καλωσόρισμα εκείνων που κρίνονταν άξιοι» (σελ. 35).
Κατά τον Owen το Εργατικό Κόμμα προσήλθε στις (νικηφόρες) εκλογές του 1997 με βασικό στόχο να αποφύγει να χαρακτηρισθεί ως «ήπιο» στο Μεταναστευτικό. Το προεκλογικό πρόγραμμα του κόμματος έλεγε ότι μία κυβέρνηση των Εργατικών θα επιδίωκε ένα σύστημα μετανάστευσης που θα ήταν «πιο δίκαιο, πιο ταχύ και πιο αυστηρό» (σελ. 16). Όπως παραδέχεται ο Owen, στο πρόγραμμα όμως «δεν υπήρχε κάποια εξήγηση ως προς το πώς αυτό θα επιτυγχανόταν ούτε κάποια αποτελεσματική ανάλυση του πώς η Βρετανία θα αντιμετώπιζε τις αυξανόμενες διεθνείς μεταναστευτικές προκλήσεις, που δημιουργούνταν εκείνον τον καιρό από την ταχεία παγκοσμιοποίηση. Ως αποτέλεσμα, όταν οι αριθμοί των αιτούντων άσυλο άρχισαν να αυξάνονται ταχέως στα τέλη του 1997, οι άρτι εγκατασταθέντες υπουργοί των Εργατικών ήταν εντελώς απροετοίμαστοι» (σελ. 16).

Την άποψη αυτή ενισχύει και η υφυπουργός Μετανάστευσης από το 1999 ως το 2001 Barbara Roche η οποία παραδέχεται ότι «οι Εργατικοί ανέλαβαν την εξουσία το 1997 χωρίς να έχουν πραγματική ιδέα ότι το θέμα αυτό θα κυριαρχούσε σε ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού σκηνικού για την επόμενη δεκαετία και παραπάνω. Το ίδιο το υπουργείο Εσωτερικών δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την κατάσταση» (σελ. 17). Μάλιστα η Roche τονίζει: «Στις πρώτες μου εβδομάδες στο υπουργείο Εσωτερικών ρώτησα ποια ήταν η πολιτική μας. Όπως αναμενόταν, δεν υπήρξε ξεκάθαρη απάντηση. Δεν είχε λάβει χώρα κατά τα προηγούμενα 30 χρόνια μεγάλη επαρκής συζήτηση για την μετανάστευση» (σελ. 18).
Σημαντική είναι και η άποψη της Deborah Mattinson (2) η οποία συνεργάστηκε επί πολλά χρόνια με το Εργατικό Κόμμα διενεργώντας focus groups και αναλύοντας τις τάσεις των ψηφοφόρων για λογαριασμό του. Η Mattinson επισημαίνει ότι 8 στους 10 πολίτες υποστήριζαν ότι η μεταναστευτική νομοθεσία θα έπρεπε να είναι πολύ αυστηρότερη ή ότι η μετανάστευση θα έπρεπε να σταματήσει εντελώς. Η ίδια τονίζει ότι «είναι σημαντικό να ξεκαθαρισθεί ότι η ένταση του [αντιμεταναστευτικού] αισθήματος δεν σημαίνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ρατσιστές. Αυτή είναι μία από τις σοβαρότερες παρεξηγήσεις μεταξύ του ψηφοφόρου και των πολιτικών τάξεων» (σελ. 134).

Ο πρώην ειδικός σύμβουλος του Υπουργείου Εσωτερικών και του Πρωθυπουργικού Γραφείου Matt Kavanagh υπογραμμίζει ότι εν τέλει «οι Εργατικοί είχαν χάσει την συζήτηση [για το θέμα της μετανάστευσης]. Πιο σημαντικά, είχαμε χάσει την εμπιστοσύνη του κόσμου» (σελ. 32). Το ίδιο πράγμα - πιο εύγλωττα - λέει και ο Woolas ο οποίος τονίζει ότι «όταν αρχίσαμε εμείς να μιλάμε, το κοινό είχε σταματήσει να ακούει» (σελ. 34). Κατά τον ίδιο οι Εργατικοί θα πρέπει «να αντιληφθούμε το σκληρό πολιτικό γεγονός ότι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της διακυβέρνησής μας [από το 1997 ως το 2010], ήμασταν σε δυσαρμονία με το Βρετανικό κοινό» (σελ. 35).

Οι εκλογές του 2010 στην Βρετανία

Αναλύοντας τα στοιχεία των εκλογών του 2010 στην Βρετανία οι Rob Ford και Will Somerville επισημαίνουν ότι «η μετανάστευση αποτέλεσε αναμφισβήτητα ένα από τα μεγάλα θέματα των εθνικών εκλογών: ήταν το μόνο θέμα που ανέκυψε και στις τρεις τηλεοπτικές συζητήσεις και προκαλούσε αναταράξεις κάτω από την επιφάνεια όλων των προεκλογικών εκστρατειών. Όλες οι ομάδες των εκστρατειών το εντόπισαν ως ένα μόνιμο θέμα που προέκυπτε στις κατ’ οίκον επισκέψεις» (σελ. 10).

Στις συγκεκριμένες εκλογές μακράν το πιο σημαντικό θέμα ήταν η οικονομία (για το 47% του συνόλου των ψηφοφόρων και για το 47,5% των ψηφοφόρων του Εργατικού Κόμματος κατά τις εκλογές του 2005), με δεύτερο το θέμα της μετανάστευσης (για το 14,3% του συνόλου των ψηφοφόρων και για το 14,1% των ψηφοφόρων του Εργατικού Κόμματος κατά τις εκλογές του 2005). Αξιολογήσεις των επιδόσεων της κυβέρνησης των Εργατικών έδειχναν ότι η κοινή γνώμη θεωρούσε τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο Μεταναστευτικό ως τους πιο αποτυχημένους σε σχέση με άλλα θέματα (58,1% αρνητικές γνώμες στο σύνολο των ψηφοφόρων - 30,3% αρνητικές γνώμες μεταξύ των ψηφοφόρων του Εργατικού Κόμματος κατά τις εκλογές του 2005). Κατά τους Ford και Somerville οι αξιολογήσεις αυτές έδειχναν ότι «το [Εργατικό] κόμμα ήταν ευάλωτο στο Μεταναστευτικό» (σελ. 11).

Η ανάλυση των στοιχείων έδειξε ότι ο προβληματισμός για την μετανάστευση ήταν πιο διαδεδομένος μεταξύ των μεγαλύτερων σε ηλικία, των οικονομικά περισσότερο ανασφαλών ψηφοφόρων, των λευκών που ανήκαν στην εργατική τάξη (άρα παραδοσιακών ψηφοφόρων των Εργατικών) και εκείνων που απασχολούνταν σε ειδικευμένες χειρωνακτικές εργασίες. Όσοι είχαν τέτοιους προβληματισμούς ήταν λιγότερο πιθανόν να ξαναψηφίσουν το Εργατικό Κόμμα ή τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες και ήταν πιο πιθανόν να ψηφίσουν τους Συντηρητικούς ή τα μικρότερα δεξιά κόμματα (UKIP και BNP). Όπως υπογραμμίζουν οι ίδιοι «η επίδοση των Εργατικών στο Μεταναστευτικό ήταν σημαντικός παράγων στην απόφαση επιλογής ψήφου, ιδιαιτέρως στην απόφαση μετακίνησης των ψηφοφόρων από τους Εργατικούς σε ένα κόμμα της Δεξιάς, και στις αξιολογήσεις του Gordon Brown [τότε πρωθυπουργού της Βρετανίας και ηγέτη του Εργατικού Κόμματος] και του David Cameron [ηγέτη των Συντηρητικών και νυν πρωθυπουργού της Βρετανίας]» (σελ. 13). Πάντως, όπως αναμενόταν, παρ’ όλο που το Μεταναστευτικό επηρέασε την απόφαση κάποιων ψηφοφόρων, δεν έκρινε το εκλογικό αποτέλεσμα καθώς οι αξιολογήσεις των εκλογέων για την πορεία της οικονομίας της χώρας επηρέασαν περισσότερο.

Κατά τους Ford και Somerville «η επίπτωση της μετανάστευσης εστίασε στην χάραξη πολιτικής. Δεν εγκατέλειψαν τους Εργατικούς οι ψηφοφόροι που έδιναν προτεραιότητα στο θέμα της μετανάστευσης, ούτε οι ψηφοφόροι που είχαν τις πιο αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις στο θέμα. Τους εγκατέλειψαν οι ψηφοφόροι που αισθάνθηκαν ότι οι Εργατικοί δεν διαχειρίσθηκαν επαρκώς το θέμα. Οι ψηφοφόροι δεν εγκατέλειψαν απλώς τους Εργατικούς επειδή ήταν θυμωμένοι με την μετανάστευση, αλλά επέλεξαν άλλο κόμμα γιατί ήταν θυμωμένοι με την μετανάστευση και πίστευαν ότι οι Εργατικοί είχαν αποτύχει να ανταποκριθούν στις ανησυχίες τους» (σελ. 13). Εν τέλει «η απώλεια ψηφοφόρων από τις κατώτερες τάξεις είναι ένα εξέχον γεγονός στην ήττα των Εργατικών, και η μετανάστευση αποτέλεσε ένα σημαντικό μέρος της απόφασης ψήφισης άλλου κόμματος. Ταυτοχρόνως, η μεγάλη αύξηση της υποστήριξης προς το BNP και το UKIP είναι πολύ πιθανόν να συνδέεται με τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές τους, καθώς και με την επιρροή τους σε εκείνους που θέλουν να υποστηρίξουν υποψηφίους κατά του κατεστημένου» (σελ. 14).

Πόσο ακόμα θα στρουθοκαμηλίζουν;

Κατά την Mattinson «το Μεταναστευτικό, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο θέμα, καταδεικνύει την αποσύνδεση μεταξύ του ψηφοφόρου και της πολιτικής και δημοσιογραφικής τάξης» (σελ. 133), ενώ ο Kavanagh θεωρεί ότι το Μεταναστευτικό είναι «ένα θέμα ζωτικό για την σχέση των Εργατικών με το ευρύτερο κοινό - η αξιοπιστία μας και η εμπιστοσύνη για το θέμα κατέρρευσε, και πρέπει να αποκατασταθεί» (σελ. 32). Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι: μπορεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο θέμα αυτό όταν η Κεντροαριστερά εξακολουθεί να θεωρεί την άνευ ουσιαστικών ορίων και κριτηρίων πληθυσμιακή διαφορετικότητα ως εξ’ ορισμού καλή και όταν εξακολουθεί να εμφορείται από την φιλοσοφία της πολυπολιτισμικότητας η οποία έχει αποτύχει στην πράξη στην Δυτική Ευρώπη; Με την στάση της αυτή η Ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά δικαιώνει την άποψη του καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII Κώστα Βεργόπουλου: «Η σημερινή Αριστερά αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της λύσης του. Η Αριστερά δεν είναι τόσο θύμα του δογματισμού που έχει κληρονομήσει από το παρελθόν όσο κυρίως θύμα των φαντασιώσεών της όσον αφορά το μέλλον, με τις οποίες έχει καταστήσει τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα ανεπίλυτα» (Free Sunday, 24/7/2011).

Η απεγνωσμένη προσπάθεια της κοσμοπολίτικης Αριστεράς και της κυβερνητικής Κεντροαριστεράς να αποφύγουν να δουν κατάματα το μεταναστευτικό πρόβλημα και τις παραμέτρους του, αλλά και να μην αναγνωρίσουν την πλήρη αποτυχία της προωθούμενης από αυτούς πολυπολιτισμικότητας φάνηκε για μία ακόμη φορά μετά τα τραγικά γεγονότα στην Νορβηγία. Τότε, όλος ο μηχανισμός της κοσμοπολίτικης Αριστεράς και των υπέρμαχων της πολυπολιτισμικότητας (ΜΜΕ, πανεπιστημιακοί και πολιτικοί) εκμεταλλεύθηκε κυνικά και στο έπακρο τις δολοφονικές ενέργειες του Anders Breivik προκειμένου να κερδοσκοπήσει πολιτικά και να στιγματίσει ιδεολογικά το οποιοδήποτε πρόσωπο, οργάνωση ή κομματικό φορέα παίρνει θέση υπέρ μίας περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής, διατυπώνει προβληματισμούς για την προωθούμενη φιλοσοφία περί πολυπολιτισμικότητας, υποστηρίζει ότι σημαντικά τμήματα των μουσουλμανικών πληθυσμών δεν ενσωματώνονται στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες και ανησυχεί από την διάδοση ακραίων ισλαμικών απόψεων ειδικά μεταξύ των νεαρής ηλικίας μουσουλμάνων στην Δυτική Ευρώπη. Όλοι αυτοί επιχειρήθηκε να «συνδεθούν» με τον κατά συρροήν φονιά Breivik με έναν και μόνο σκοπό: να στιγματισθούν ως «εν δυνάμει Breivik» ή ως «ηθικοί αυτουργοί» για τις πράξεις του και επομένως να εξαναγκαστούν να σιωπήσουν απέναντι στα προαναφερθέντα θέματα που τίθενται από την μετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα.

Δηλαδή η Κεντροαριστερά, αντί να αναγνωρίσει τα λάθη της στο θέμα, αντί να κοιτάξει τα υπαρκτά προβλήματα κατάματα και να προσπαθήσει να προτείνει ορθολογικές λύσεις, επιλέγει να τα «κουκουλώσει» επιχειρώντας να σιγάσει τα δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίων πολιτών τα οποία διαφωνούν με τις απόψεις των Κεντροαριστερών κομμάτων και αντιδρούν στους χειρισμούς που αυτά έκαναν στο θέμα αυτό. Αναδεικνύεται έτσι η Κεντροαριστερά ως καλή μαθήτρια του Σοπενχάουερ ο οποίος λέει: «Αν έχετε να αντικρούσετε έναν ισχυρισμό, υπάρχει ένας σύντομος τρόπος να απαλλαγείτε από αυτόν, ή εν πάση περιπτώσει να τον υπονομεύσετε: κατατάξτε τον σε μία απεχθή κατηγορία, έστω κι αν η σύνδεση με αυτήν είναι μόνο φαινομενική ή αδύναμη» (3).

Η πιο χαρακτηριστική τέτοια προσπάθεια έγινε από τον πρώην πρωθυπουργό της Νορβηγίας και γενικό γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης Thorbjorn Jagland ο οποίος, μετά την σφαγή στην Νορβηγία, υποστήριξε: «Οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να υπερασπισθούν το γεγονός ότι η κοινωνία έχει αποκτήσει περισσότερη διαφορετικότητα. Πρέπει να υπερασπισθούμε την πραγματικότητα, αλλιώς θα μπλέξουμε. Νομίζω ότι οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα για να την εναγκαλισθούμε [την διαφορετικότητα] και να ωφεληθούμε από αυτήν. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί τώρα, δεν θα πρέπει να παίζουμε με την φωτιά» (The Observer, 31/7/2011). Είναι προφανές ότι ο Jagland, κάνοντας μία πρωτοφανή πολιτική εκμετάλλευση των δεκάδων δολοφονημένων, ουσιαστικά προτείνει την αποφυγή έκφρασης οποιασδήποτε αρνητικής κριτικής ή σχολιασμού απέναντι στην μετανάστευση, στην διαφορετικότητα και στην πολυπολιτισμικότητα από οποιονδήποτε πολιτικό ηγέτη! Αυτός ο κυνικός καιροσκοπισμός είναι το φύλλο συκής για την Κεντροαριστερά σε θέματα μετανάστευσης και πολυπολιτισμικότητας. Όμως και αυτό δεν θα καλύψει την «γύμνια» της στα θέματα αυτά για πολύ. Τα υπαρκτά προβλήματα που κακοφορμίζουν στις Δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες λόγω της κακής διαχείρισης του μεταναστευτικού και λόγω της προώθησης της πολυπολιτισμικότητας θα επανέλθουν ορμητικά στο προσκήνιο και τότε όλοι θα αναγκαστούν να εκφράσουν σαφείς προτάσεις και θα κριθούν γι’ αυτές.

Παραπομπές
1. Τα στοιχεία του άρθρου αυτού έχουν αντληθεί κυρίως από την πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή άρθρων: Finch Tim and Goodhart David (eds) “Immigration under Labour”, London: IPPR/Prospect, November 2010.
2. Mattinson Deborah “Talking to a brick wall: How New Labour stopped listening to the voter and why we need a new politics”, London: Biteback Publishing, 2010.
3. Σοπενχάουερ Άρτουρ, «Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο», Εκδόσεις Πατάκη 2011, σελ. 121.



* Ο Γιάννης Κολοβός είναι επικοινωνιολόγος. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Μεταναστευτική πολιτική και ενσωμάτωση μεταναστών: η περίπτωση της Ελλάδας» μόλις εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Πελασγός».

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 29 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2011) του περιοδικού Patria.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου