Το ζήτημα είναι ότι, σε όλο τον κόσμο, η πολυπολιτισμικότητα βάλλεται από παντού, κυρίως από αυτούς που κάποτε πίστευαν χωρίς όρους σε αυτή.
Στη Βρετανία, χώρα-υπόδειγμα για τον υψηλό βαθμό εθνοτικής ποικιλότητας μέχρι τον Ιούλιο του 2005, που συνέβησαν οι βομβιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις στο κέντρο του Λονδίνου, μόνο κάποιοι συντηρητικοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι την «ανοιχτή κοινωνία του “Λοντονιστάν”» (όπως αποκαλούν το Λονδίνο, λόγω της μεγάλης μουσουλμανικής κοινότητας εκεί). Σήμερα, δύο χρόνια μετά, και αφού αποκαλύφθηκε ότι οι δράστες δεν ήρθαν «απ’ έξω» αλλά επρόκειτο για μουσουλμάνους, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αγγλία, η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Οι φωνές που ανησυχούν για την πολυπολιτισμική Βρετανία είναι πλέον πολλές και όλων των αποχρώσεων.
Έτσι, η εφημερίδα Daily Mail διακηρύσσει ότι το.... «πολυπολιτισμικό δόγμα» έχει αποξενώσει μια ολόκληρη γενιά νέων μουσουλμάνων, ενώ, η προοδευτική Guardian δημοσιεύει δημοσκοπήσεις του 2006, που δείχνουν ότι το ποσοστό των νέων μουσουλμάνων, που θεωρούν τη Βρετανία «πατρίδα τους» είναι κάτω του 50%. Σύμφωνα με αυτές τις έρευνες, οι νέοι μουσουλμάνοι της Βρετανίας τοποθετούν τη θρησκευτική τους ταυτότητα μπροστά από την εθνική, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους της Γαλλίας. Η πλειονότητα των Βρετανών μουσουλμάνων δηλώνει ακόμη ότι έχει περισσότερα κοινά με τους μουσουλμάνους άλλων χωρών, παρά με τους μη-μουσουλμάνους της Βρετανίας.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Ρόμπερτ Πάτναμ, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Χάρβαρντ, υπέρμαχος των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, και γκουρού σε ζητήματα της κοινωνίας των πολιτών, που έχει κινήσει το ενδιαφέρον προέδρων και πρωθυπουργών, όπως του Μπιλ Κλίντον, του Τόνι Μπλερ αλλά και του Μουαμάρ Καντάφι, βρίσκεται εδώ και μερικά χρόνια στη δύσκολη θέση να εξηγήσει τα αποτελέσματα μακροχρόνιων και επιστημονικά έγκυρων ερευνών, όπου διαπιστώνεται ότι, όσο μεγαλύτερος ο βαθμός πολυπολιτισμικότητας σε μια κοινωνία, τόσο λιγότερα είναι τα μέλη της που ψηφίζουν, που προσφέρουν εθελοντική εργασία, που δίνουν χρήματα για φιλανθρωπίες και προγράμματα της κοινότητάς τους, τόσο μειώνεται, δηλαδή, το κοινωνικό κεφάλαιο1 σε μια κοινωνία.
Στην τελευταία αυτή έρευνα (που κράτησε πάνω από πέντε χρόνια και θεωρείται η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ γι’ αυτό το ζήτημα), ο Πάτναμ θέλησε να διερευνήσει το κοινωνικό κεφάλαιο σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και σε διαφορετικές κοινότητες των ΗΠΑ. Έτσι, πήγε σε 41 κοινότητες και πήρε συνεντεύξεις από 30.000 ανθρώπους σε όλη την Αμερική. Χώρισε τους κατοίκους σε τέσσερις βασικές κατηγορίες: μαύρους, λευκούς, ισπανόφωνους, και Ασιάτες, και τους έθεσε ερωτήματα που είχαν να κάνουν με τον τρόπο ζωής τους, τις σχέσεις, τις φιλίες τους, αν εμπιστεύονταν τους γείτονές τους, αν είχαν κάποια ανάμειξη με τα προγράμματα της κοινότητάς τους ή αν ψήφιζαν... Αυτό όμως που δεν περίμενε να βρει ήταν μια αρνητική σχέση ανάμεσα στην εθνοτική ποικιλότητα και το κοινωνικό κεφάλαιο. Ότι, δηλαδή, όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της πολυπολιτισμικότητας και μεγαλύτερη η ποικιλία εθνικής καταγωγής στις κοινότητες, τόσο εντονότερη είναι η έλλειψη κοινωνικής συνοχής, η οποία επηρεάζει τα πάντα, από την εμπιστοσύνη που δείχνουμε στον περιπτερά της γειτονιάς μας, όποιας εθνικότητας κι αν είναι αυτός, έως το ενδιαφέρον για την πολιτική και τους ευρύτερους κοινωνικούς δεσμούς.
Όμως το πιο ανησυχητικό εύρημα αυτής της έρευνας είναι ότι ο υψηλός βαθμός πολυπολιτισμικότητας δεν μειώνει μόνο το κοινωνικό κεφάλαιο ανάμεσα σε διαφορετικές εθνότητες, αλλά επίσης και ανάμεσα στα μέλη της ίδιας εθνοτικής ομάδας. Βρέθηκε, δηλαδή, ότι οι άνθρωποι δεν αντιδρούν επιθετικά αναπτύσσοντας ρατσιστικές συμπεριφορές και τεταμένες φυλετικές σχέσεις. Αντίθετα, ότι οι πολίτες αποσύρονται ο καθένας στον μικρόκοσμό του, απομονώνονται από τους συμπολίτες τους, ακόμα και από εκείνους με τους οποίους είχαν δεσμούς κοινής καταγωγής, και γενικά αρνούνται οποιαδήποτε σύνδεση με την κοινότητά τους.
Στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, γράφει ο Πάτναμ, οι άνθρωποι έχουν την τάση να κλείνονται στον εαυτό τους, να μπαίνουν στο καβούκι τους, σαν τις χελώνες. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από αρνητικές συμπεριφορές: Υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, με λιγότερους φίλους και πολλές ώρες στην τηλεόραση, λιγότερη εμπιστοσύνη στην τοπική αυτοδιοίκηση, κυνική αντιμετώπιση των νέων απέναντι στην πολιτική (παρά το γεγονός ότι παρατηρείται μεγαλύτερη συμμετοχή τους σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας) κ.ά.
Βέβαια, στην Αμερική αυτή η συζήτηση για την πολυπολιτισμικότητα δεν είναι ούτε τωρινή ούτε καινοφανής. Ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του ‘90 έχουν τεθεί τα ερωτήματα αυτά, και έχουν επισημανθεί πολλά από τα προβλήματα που οι υπέρμαχοι της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και των θεωριών περί ενσωμάτωσης-ενοποίησης και πολιτισμικής χοάνης (melting polt) ούτε μπορούσαν να φανταστούν ότι θα προέκυπταν σήμερα.
Τέτοια, για παράδειγμα, είναι η περίπτωση του Άρθουρ Σλέσιντζερ Τζούνιορ, ο οποίος ήδη από το 1990, με το βιβλίο του, H απο-ενοποίηση της Αμερικής: Σκέψεις πάνω σε μια Πολυπολιτισμική Κοινωνία2, υποστήριξε ότι σε κοινωνίες με μεγάλη εθνοτική ποικιλότητα, η κυριαρχία της διαφοράς θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε μια βαλκανιοποίηση ή «λιβανοποίησή» τους, όπου το κύριο χαρακτηριστικό θα είναι η απο-ενοποίηση και ο κατεστραμμένος κοινωνικός ιστός αυτών των κοινωνιών.
Ο Σλέσιντζερ μίλησε βέβαια για μια Αμερική όπου από τη δεκαετία του ’70 και μετά επικράτησε η «θεοποίηση της διαφοράς», σε συνδυασμό με την «ενοχή των λευκών», έχοντας κυρίως υπόψη του τη φυλετική σύγκρουση μεταξύ λευκών και μαύρων (απόψεις για τις οποίες δέχτηκε σφοδρή κριτική από την αφρο - αμερικανική κοινότητα).
Σήμερα ο Πάτναμ φαίνεται να θέλει να δώσει στα ευρήματα των ερευνών του πιο οικουμενικό χαρακτήρα, απευθυνόμενος και στους Ευρωπαίους, τους οποίους και προτρέπει να δείξουν ψυχραιμία και να μην πανικοβληθούν μπροστά στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται, αφού, από αποστολέας μεταναστών, η Ευρώπη έχει πλέον μετατραπεί σε τόπο υποδοχής μεταναστών, έτσι όπως ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα οι ΗΠΑ.
Και αν για μας εδώ στην Ελλάδα πριν μερικά χρόνια αυτή η συζήτηση θα είχε κυρίως θεωρητικό ενδιαφέρον, σήμερα κάτι τέτοιο δεν ισχύει.Αντιθέτως, έχει απόλυτα πρακτικές διαστάσεις.
Κι αυτό γιατί και η Ελλάδα, από χώρα αποστολής μεταναστών, έχει αλλάξει σε χώρα υποδοχής μεταναστών, και από χώρα μονοπολιτισμική, σε πολυπολιτισμική. Το ζήτημα είναι ότι η προσέγγιση του ζητήματος στη χώρα μας ακολουθεί κατά γράμμα τις προκαταλήψεις περί «δεξιάς» και «αριστερής» προσέγγισης αυτού του τόσο σύνθετου προβλήματος, με αποτέλεσμα οι απόψεις να είναι πληκτικά προβλέψιμες, αλλά και ύποπτες, αφού έτσι συσκοτίζουν το καίριο ερώτημα για το αν είναι δυνατόν η κοινωνία μας να εντάξει ισότιμα στους κόλπους της τον Διαφορετικό, τον Άλλον, τον Υστερούμενο και Μειονεκτικό.3 Το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της στρέβλωσης θα είναι να εξακολουθούμε να παραπαίουμε ανάμεσα στη Σκύλλα της προκατάληψης για τον κοινωνικό διχασμό ως συνέπεια της κατίσχυσης της Διαφοράς, και στη Χάρυβδη της θεοποίησης του μερικού, του διαφορετικού, της άκριτης ποικιλότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου