Σκοπός της μελέτης(της Φωτεινής Κομνηνού) που ακολουθεί είναι,.....
να ορίσει κατ’ αρχάς τις έννοιες του Ευρωπαϊκού Εθνοκεντρισμού, του Πολιτισμικού σχετικισμού, όπως επίσης και της Μαζικής Κουλτούρας και της Υψηλής Τέχνης, αφετέρου δε να κατανοήσει πως αυτές οι έννοιες αντιμετωπίζονται από τους Hanson/Heath, μέσα από το έργο τους «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο», (εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1999) Στο πρώτο μέρος, αναλύονται οι έννοιες του Ευρωπαϊκού Εθνοκεντρισμού και του Πολιτισμικού σχετικισμού, αναφέρονται οι κυριότεροι εκπρόσωποι του είδους, και η επιρροή τους στη δυτική κοινωνία.Στο δεύτερο μέρος, προσεγγίζονται οι όροι της Μαζικής Κουλτούρας και της Υψηλής Τέχνης και αναφέρονται ενδεικτικά οι κριτικές και οι προσεγγίσεις, που τους ασκήθηκαν κατά καιρούς. Στο τρίτο μέρος, επιχειρείται μέσα από συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο, να προσδιοριστούν οι πολιτισμικές θέσεις των Hanson/Heath σε σχέση με τον δυτικό (ευρωπαϊκό) εθνοκεντρισμό, τον πολιτισμικό σχετικισμό, την μαζική κουλτούρα και την υψηλή τέχνη.
Ευρωπαϊκός εθνοκεντρισμός vs πολιτισμικός σχετικισμός
Α. Από την Ευρωπαϊκή «ελίτ» στον Michel de Montaigne.
Οι λέξεις πολιτισμός και κουλτούρα εμφανίζονται στην Ευρώπη στα τέλη του 18ου αιώνα και καθιερώνονται κατά τον 19ο αιώνα, καταλήγοντας να γίνουν έκτοτε οι κυρίαρχοι όροι όλων των ανθρωπιστικών επιστημών. Αξιοσημείωτος είναι ο αριθμός των εννοιών που τους έχει αποδοθεί. Η σύνδεση των όρων αυτών με την κοινωνικοπολιτική ιστορία της Ευρώπης είναι άμεση. Η έννοια του πολιτισμού χρησιμοποιείται αρχικά από τη αριστοκρατία της Ευρώπης με σκοπό να περιγράψει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά και πρότυπα συμπεριφοράς, που την ξεχωρίζουν από τις κατώτερες τάξεις ή τους υπόδουλους λαούς των αποικιών, οι οποίοι αποκαλούνται «άγριοι» σε αντιστοίχιση με τους «βάρβαρους» του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. [1]
Πρώτος ο M. De Montaigne μέσα από το δοκίμιο «Για τους Κανίβαλους» , αντιτίθεται στην άποψη αυτή της αριστοκρατίας. Περιγράφοντας τις συνήθειες, την καθημερινή ζωή, τα έθιμα, ακόμη και τους πολέμους μιας φυλής ιθαγενών, παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη εικόνα του πολιτισμού τους, τόσο διαφορετικού αλλά παράλληλα και τόσο όμοιου με αυτόν του κόσμου του, συμπεραίνει δε ότι, παρότι ο πολιτισμός αυτός είναι τόσο ξένος προς τις δυτικές συνήθειες, δεν είναι ουδόλως κατώτερος από τον δικό του. « …δεν υπάρχει τίποτε το βάρβαρο και το άγριο σε αυτούς τους λαούς, …, εκτός από τα ότι καθένας ονομάζει βαρβαρότητα ότι είναι έξω από τις συνήθειές του, πραγματικά, φαίνεται πως δεν έχουμε άλλο κριτήριο για την αλήθεια και τη λογική παρά το παράδειγμα και την εικόνα των αντιλήψεων και των συνηθειών του τόπου όπου βρισκόμαστε». [2] Καταλήγει με αυτόν τον τρόπο να παρουσιάσει μια σύγκριση του τρόπου ζωής των ιθαγενών αυτών με τη δική μας. Και παρότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν καμία επαφή με το ανθρώπινοπνεύμα - όπως αυτό εννοούνταν στο δυτικό κόσμο- έχουν φτάσει, λόγω της φυσικής τους αθωότητας, σ΄ ένα επίπεδο αρετής και ευτυχίας ανώτερο από το δικό μας.[3] Ο M. De Montaigne ορίζει έτσι τη θεμελιακή αρχή του πολιτισμικού σχετικισμού.
Η έννοια της Υψηλής Τέχνης διαμορφώνεται και αυτή κατά το 19ο αιώνα, σε αντιδιαστολή με την έννοια της Μαζικής Κουλτούρας και προσδιορίζει το σύνολο των έργων τέχνης που είναι από άποψη αισθητικής ανώτερα από άλλα και προορίζονται να καταναλωθούν από μία περιορισμένη κοινωνική κάστα. Τα κριτήρια αξιολόγησης των έργων τέχνης δεν είναι πάντοτε αντικειμενικά, ακριβώς επειδή προσδιορίζονται από τις προνομιούχες ομάδες της κοινωνίας, ανάλογα με τον τρόπο που θα χρησιμοποιηθούν και τους σκοπούς που θα εξυπηρετήσουν. Η Υψηλή Τέχνη, είναι η Τέχνη της «ελίτ», που διατηρεί ένα καθεστώς ανισότητας.Ήδη, από το τέλος της κλασσικής αρχαιότητας, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και μέχρι την εποχή του Λουδοβίκου του 14ου (ροκοκό), η έννοια της Υψηλής Τέχνης χαρακτηρίζει αυτή τη διαιώνιση μιας πολιτικής και κοινωνικής διάκρισης ανάμεσα στα ανώτερα και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Με την άνοδο της αστικής τάξης, στα πλαίσια μιας αντιαπολυταρχικής τάσης που επικρατεί, η τέχνη επηρεάζεται από τα πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας (νεοκλασικισμός), θέλοντας να εκφράσει (ίσως;) τα ιδεώδη και τις αρετές της κλασσικής Δημοκρατίας. Είναι η εποχή που, στο όνομα του εκδημοκρατισμού, τα έργα τέχνης βγαίνουν από τις ιδιωτικές συλλογές και μπαίνουν σε μουσεία, όπου έχουν πρόσβαση όλες οι κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού.[13] Στο πλαίσιο της εθνικοποίησης των Ευρωπαϊκών κρατών, τα πρότυπα αλλάζουν. Επικρατεί και στην τέχνη το κίνημα του ρομαντισμού και η ανάπτυξη της λαογραφίας. Ο όρος Υψηλή τέχνη διευρύνεται, προκειμένου να συμπεριλάβει όλα τα έργα που θεωρείται ότι έχουν διαχρονική αξία. Καθώς εντείνεται η επιρροή του εθνικισμού, θεσπίζεται ο κανόνας της Υψηλής Εθνικής Τέχνης, που περικλείει και τα έργα των εθνικών καλλιτεχνών (Λαϊκή τέχνη). Στον 20ο αιώνα οι κριτικές (συντηρητικές και αριστερές) της μαζικής κουλτούρας, συγκλίνουν στο ότι αυτή αποτελεί απειλή για την Υψηλή τέχνη. Έτσι δεν αποφεύγεται τελικά η δημιουργία μιας νέας ελιτίστικής νοοτροπίας, που ανάγει την τέχνη σε επίπεδο κοσμικής θρησκείας.[14] Η αστική τάξη καταλαμβάνει ουσιαστικά τη θέση της παλαιάς αριστοκρατίας στην πυραμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας και χρησιμοποιεί τα έργα τέχνης για να ενισχύσει το πολιτικό και κοινωνικό της status. [15] Η θέση αυτή κλονίζεται από την ευρεία διάδοση των mass media, που φέρνουν κοντά σε όλον τον κόσμο τα έργα τέχνης, αλλά κατηγορούνται για εμπορευματοποίηση. Η κριτική κατά της Υψηλής Τέχνης εστιάζεται ακριβώς σε αυτήν την «φετιχιστική» της διάσταση και στη χρησιμοποίησή της από τη Δυτική ελίτ ως μέσου απόκτησης κοινωνικού γοήτρου.[16] Μετά το 1970 οι κριτικές επικεντρώνονται στον αντιφεμινιστικό, το ρατσιστικό και τον εθνοκεντρικό και Ευρωκεντρικό χαρακτήρα της Υψηλής Τέχνης και σηματοδοτούν μια συνολική αναθεώρηση της ιστορίας της.[17] Τα κινήματα τέλος, του φουτουρισμού, του κυβισμού, του κονστρουκτιβισμού και του εξπρεσιονισμού, εμφανίζονται αρχικά σαν αντίδραση στο ισχύον καθεστώς, αλλά τείνουν τελικά, να ενσωματωθούν με αυτό και να το ενισχύσουν. Μόνο το κίνημα του υπερρεαλισμού θα καταφέρει να καταργήσει με επιτυχία τα φράγματα μεταξύ της υψηλής και της μαζικής τέχνης.
Η μελέτη με τίτλο «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο» των Hanson/Heath, έχει σαν θεματικό άξονα το «θάνατο» των Κλασσικών Σπουδών και ειδικότερα της Ελληνικής Παιδείας, κατά κανόνα στα Αμερικάνικα Πανεπιστήμια, που οφείλεται κυρίως στη σταδιακή μείωση των ωρών διδασκαλίας των Ελληνικών και την απαξίωση όλων των ειδικοτήτων που καταπιάνονται με τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό.
Αρχικά φαίνεται να αναγνωρίζεται η ύπαρξη ενός σχετικιστικού πολιτιστικού προτύπου, άλλωστε «…κάθε πολιτισμός θεωρούσε τα δικά του ιδιαίτερα έθιμα, τους θεούς και τις παραδόσεις τόσο φυσιολογικά όσο και οικουμενικά»,[18] Γιατί «…από τη φύση είμαστε όλοι φτιαγμένοι να είμαστε όμοιοι από κάθε άποψη, τόσο οι βάρβαροι όσο και οι Έλληνες.»[19] Δεν είναι τυχαίο ότι «…ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της Δύσης αναγνώριζαν πάντα ότι οι άλλοι πολιτισμοί προσφέρουν αισθητικά εντυπωσιακές, συγκινητικές εκφράσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Ένα κινέζικο ποίημα, ένα αφρικανικό θεατρικό έργο, μια νουβέλα από το Παντζάμπ ή οι ψαλμοί των Αμερινδών μπορούν να συγκινήσουν το ανθρώπινο συναίσθημα και να αποκαλύψουν την Τραγωδία του ανθρώπου στη γη με το ίδιο πάθος και την ίδια ακρίβεια ενός Σοφοκλή ή ενός Βιργιλίου».[20] Η επίθεση όμως κατά ενός στείρου σχετικισμού, που δεν αξιολογεί τα ιδιαίτερα στοιχεία ενός πολιτισμού είναι έκδηλη γιατί υπάρχουν «...κριτήρια που δεν ήταν σχετικά… » άλλωστε « …η πόλις δεν είναι ανάκτορο… οι Πέρσες αυλικοί εγκωμιαστές δεν είναι Όμηροι. Οι αυλοκόλακες δεν είναι βουλή. Οι πλεχτές ασπίδες από λυγαριά δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τις μπρούτζινες πανοπλίες….Οι μύθοι περί δημιουργίας χαραγμένοι σε τοίχους δεν είναι Έργα και Ημέραι, ούτε καν Θεογονία.» [21] Οι αρχαίοι Έλληνες, τους οποίους έχουν σαν πρότυπο οι συγγραφείς του βιβλίου, παρότι «…έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τους εχθρούς και τους γείτονές τους…δεν συμφωνούσαν ότι όλα τα άλλα κοινωνικά πρότυπα πρέπει να έχουν ίση διανοητική ή πολιτισμική αξία. Η αφαίρεση της κλειτορίδας της γυναίκας είναι κακό – χθες, σήμερα, σύριο και για πάντα».[22] Ναι είναι «απλώς διαφορετικά έθιμα»[23], αλλά κάποτε θα πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τις «…διακρίσεις που εξασφαλίζουν ότι αυτός που διαπράττει τροχαία παράβαση ξεχωρίζει από τον κοινωνικώς παρεκκλίνοντα.»[24]
Ο θαυμασμός του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και της κοινωνίας πρότυπο, που αποτέλεσε η πόλις-κράτος, όπου «οι λέξεις πολίτης και ελευθερία» προϋποθέτουν ένα καθεστώς ελεύθερης έκφρασης της «κοινωνικής διαφωνίας»[36], δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε μια πολεμική της μαζικής κουλτούρας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η άγνοια γύρω από την ελληνική σοφία οφείλεται στο ότι « οι θεσμοί και ο υλικός πολιτισμός της Δύσης κατακλύζουν πλέον τον κόσμο»[37] Ακόμη και οι κλασσικές σπουδές «έγιναν υλιστικές και καρατερίστικες, αλλά όχι πια ελληνικές»[38]
Οι ίδιοι οι συγγραφείς ομολογούν ότι έχουν γράψει «…βιβλία και άρθρα που δεν διαβάστηκαν παρά μόνο από μια χούφτα στενόμυαλους ειδικούς…»[46]. Ακόμη και η αφρόκρεμα των καθηγητών Πανεπιστημίου «γράφει για μια μικρή ομάδα επιλέκτων»[47] Μήπως αυτή η «ισότητα εναντίον ελιτισμού»[48], που διακηρύττεται μέσα στο κείμενο, δεν είναι παρά μόνο ένα προπέτασμα; Άλλωστε, ο νεοκλασικισμός αποτέλεσε το ιδεώδες της Υψηλής Τέχνης. Δεν είναι τυχαία η αναφορά του ότι, οι άνθρωποι, που ασχολήθηκαν με τις κλασσικές σπουδές, ήταν υψηλότερου επιπέδου από αυτούς που ασχολήθηκαν με τα Αγγλικά,[49] και ότι οι κλασικιστές είναι το «σπάνιο πουλί»[50] του ακαδημαϊκού χώρου. Αποτελούν οι κλασσικές σπουδές «δείγμα ελιτισμού, σχολαστικισμού ή αγνωστικισμού»;[51] Αυτή η φαινομενικά ελιτίστικη ενασχόληση με τον ελληνικό πολιτισμό, είναι πιθανόν βέβαια να μην οφείλεται τόσο σε μια τάση διαχωρισμού των μυημένων από τη μάζα, αλλά στην αποδοκιμασία – από το πλατύ κοινό - του ιμπεριαλιστικού προτύπου της Δύσης που στηρίχτηκε πάνω στα δόγματα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.[52]
Ο πολιτισμικός σχετικισμός του M. De Montaigne, εκφράζεται αρχικά σαν μια αντίδραση στην ευρωπαϊκή αριστοκρατία, πού θεωρεί πολιτισμό τα δικά της μόνο πρότυπα συμπεριφοράς, προκειμένου να διαχωρίσει τη θέση της από τα λαϊκά στρώματα και διακηρύττει ότι, κάθε λαός έχει τη δική του πολιτισμική παράδοση. Ο σχετικισμός αυτός όμως είναι στείρος, αφού αναγνωρίζει ως στοιχεία του πολιτισμού, τόσο τις αξίες όσο και τις απαξίες της λαϊκής παράδοσης. Η επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, θα οδηγήσουν στην ανάδειξη της Ευρώπης ως πολιτισμικού προτύπου, που στο όνομα του εκπολιτισμού των άλλων, θα νομιμοποιήσει τις ιμπεριαλιστικές της τάσεις. Η έννοια της μαζικής κουλτούρας χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει το σύνολο των βιομηχανικά παραγόμενων πολιτιστικών προϊόντων, που προορίζονται για μαζική κατανάλωση. Κατηγορήθηκε ότι συντέλεσε στην απώλεια των πολιτιστικών προνομίων της άρχουσας τάξης αλλά και ότι διέβρωσε την παραδοσιακή κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων, και αποδυνάμωσε κάθε προσπάθεια ελεύθερης έκφρασης νομιμοποιώντας έτσι τις κοινωνικές ανισότητες. Απενοχοποιήθηκε μετά από μια σειρά εναλλακτικών προσεγγίσεων- που ίσως να είναι τελικά και οι πλέον αντικειμενικές - οι οποίες βασίστηκαν σε παράγοντες όπως, η αξιοποίηση της ετερογένειας των διαφόρων επιπέδων κουλτούρας, το μορφωτικό επίπεδο του δέκτη και ο τρόπος που αυτός προσλαμβάνει τα μηνύματα των πολιτισμικών προϊόντων. Η υψηλή τέχνη περιλαμβάνει όλα τα έργα που θεωρούνται ότι έχουν μια διαχρονική καλλιτεχνική αξία και καταναλώνονται από μια περιορισμένη κοινωνική ομάδα που χαρακτηρίζεται ως «ελίτ». Από την αρχαιότητα έως σήμερα φαίνεται ότι, το σύνολο αυτό των καλλιτεχνικών αξιών αντικατοπτρίζει την ιστορική πορεία κάθε κοινωνικής ανισότητας και διάκρισης. Οι απόψεις των Hanson/Heath, μέσα από το έργο τους «Ποιος σκότωσε το Όμηρο», εκφράζουν μια αντίδραση σ’ έναν στείρο πολιτισμικό σχετικισμό, ο οποίος δεν αναγνωρίζει την ανωτερότητα του Αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Η εμμονή τους όμως στην ανωτερότητα του πολιτισμού αυτού τους οδηγεί σε ένα άκρατο ευρωπαϊκό εθνοκεντρισμό (αφού ο πολιτισμός της Ευρώπης οικοδομήθηκε πάνω σε ελληνικά πρότυπα) ο οποίος πλειστάκις διολισθαίνει προς το ρατσισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου